ὀδυνώμενον

ὀδυνώμενον
ὀδυνάω
cause
pres part mp masc acc sg
ὀδυνάω
cause
pres part mp neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οδυνώμαι — (Α ὀδυνῶμαι, άομαι και ιων. τ. ὀδυνῶμαι, έομαι και ενεργ. τ. ὀδυνῶ, άω) [οδύνη] νιώθω ισχυρό πόνο («ὡς οὐδὲν ἥδιον τοῡ παύσασθαι ὀδυνώμενον», Πλάτ.) αρχ. (το ενεργ.) προξενώ σε κάποιον μεγάλη λύπη, τόν κάνω να πονέσει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”